- παρουλίδα
- η / παρουλίς, -ίδος, ΝΜΑδιόγκωση τών ούλων, ψηλαφητή εξωτερικά από την παρειά και οφειλόμενη συνήθως σε οξεία ριζίτιδα ενός δοντιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + οὖλον + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. επ-ουλίς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρουλίδα — παρουλίς gumboil fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρουλίτιδα — η η παρουλίδα … Dictionary of Greek